Ανθρωπος καλλιεργημένος και ευαίσθητος, που διακρινόταν για το ταλέντο αλλά και τη μεγάλη του ευγένεια, ο Αλκης Αλκαίος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς των τελευταίων χρόνων στο ελληνικό τραγούδι, καταφέρνοντας να τυλίξει τη δημιουργική ζωή του – έως την τελευταία στιγμή – με τα πολύτιμα νήματα της ποίησής του. Με όλες τις δυσκολίες της ζωής, επέμενε να μεταπλάθει όνειρα, αγωνίες, σε στίχους, μετρώντας – σμιλεμένα με το πηγαίο ταλέντο του και την ανεξάντλητη ευαισθησία του – περισσότερα από 150 τραγούδια. Ο Αλκης Αλκαίος, κατά κόσμον Βαγγέλης Λιάρος, στράφηκε προς το σκοτάδι (10/12/12), σε ηλικία 63 χρόνων.
Δύο χρόνια μετά, ο φίλος και συνεργάτης του Μίλτος Πασχαλίδης, που ξέρει να μας εκπλήσσει πάντα ευχάριστα, μοιράζεται μαζί μας ένα βιβλίο – αφιέρωμα στη σχέση του με τον Αλκη Αλκαίο. «Αλκης Αλκαίος – Αγύριστο κεφάλι» (εκδόσεις «Λιβάνη»). Ιστορίες που ξέρει, που έζησε μαζί του από το 1996 που τον γνώρισε μέχρι το 2012 που «έφυγε». Ηταν φίλος του και ήθελε να πει μερικές από τις ιστορίες τους ξεκαθαρίζοντας εξ αρχής ότι «δεν είναι μια βιογραφία του Αλκη Αλκαίου. Ετσι κι αλλιώς, δεν αισθάνομαι ούτε ικανός ούτε αρμόδιος να τη γράψω. Εδώ είναι αυτά που είδα, αυτά που είπαμε κι αυτά που μου επέτρεψε ο ίδιος να ξέρω για εκείνον. Η ζώσα μνήμη του Αλκη εντός μου».
Τα ωραία βιβλία δίνουν την ευκαιρία της «συνάντησης», που την έχουμε ανάγκη, στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε. Το να «κοινωνείς» την επαφή και την επικοινωνία είναι ευκαιρία, που δε σου χαρίζεται, αλλά την επιλέγεις. Και το συγκεκριμένο βιβλίο έχει διπλή αξία. Αφενός γιατί αναφέρεται στον σπουδαίο αυτόν καλλιτέχνη, που «έφυγε» νωρίς έχοντας δημιουργήσει ποιητικά διαμάντια, αλλά παράλληλα έχοντας πονέσει πολύ και αφετέρου γιατί πρόκειται για ένα αφήγημα πλούσιο σε πληροφορίες, για το έργο και τη ζωή του, πλούσιο σε εικόνες, συναισθήματα, αλήθειες και, ναι… κάτω από τις λέξεις υπάρχει μια μουσική που σε ταξιδεύει. Ο Μίλτος Πασχαλίδης, είτε μέσα από τα τραγούδια του, είτε μέσα από τις μυθοπλαστικές δημιουργίες του («Δύο νύχτες στο Σαράντι» και «Ο επόπτης»), είτε μέσα από το ντοκουμέντο, καταφέρνει να σε κερδίσει. Η γραφή του διακρίνεται από μια εσωτερικότητα, αλλά και μια εξωστρέφεια, από έναν ψυχισμό αλλά και μια λυρικότητα.
⭐️Κάντε κλικ στο https://temu.to/m/uuhmsko267wγια να λάβετε ένα πακέτο κουπονιών 💰100€ ή κάντε ⭐️ Αναζήτηση app64230 στην εφαρμογή Temu για να λάβετε έκπτωση 💰30% !!
«
Με καλωσόρισε, μου έσφιξε γερά το χέρι και με συνόδεψε στο σαλόνι. Περπατούσε παράξενα, σχεδόν χορευτικά, σχεδόν κωμικά. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο βάδισμα. Εσερνε ελαφρά το ένα πόδι και με το άλλο έκανε μικρά άλματα, μέχρι να φτάσει στην καρέκλα του. Στιγμές τον ένιωθες να μετεωρίζεται, φοβόσουν ότι θα πέσει. Δεν έπεφτε. Ούτε στηριζόταν κάπου. Δεν ξέρω αν είχε συνηθίσει πια να μη στηρίζεται ή αν δεν καταδεχόταν να στηριχτεί πουθενά. Ισως και τα δύο. Ολες οι κινήσεις του είχαν τη δική τους προσωπική γεωμετρία, σαν να είχε επανασχεδιάσει το χώρο γύρω του. `Η σαν να τον είχε επανεφεύρει. Επιανε το γυάλινο ποτήρι με δύο ή τρία δάχτυλα, δάχτυλα πουλιού, μακριά, λεπτά, γαμψά απ’ την πάθηση. Οταν έστρεφε το βλέμμα, έστριβε όπως οι λύκοι, ολόκληρος, σαν ανθρώπινο περισκόπιο. Γι’ αυτό και σε κοίταζε πάντα “αφ’ υψηλού”, αλλά χωρίς την παραμικρή έπαρση, απλώς γιατί έτσι είχε αποφασίσει ο λαιμός του: Να ψηλώνει διαρκώς για να νικήσει τη δυσκαμψία του αυχένα. Οταν μιλούσε με πάθος, δηλαδή σχεδόν πάντα, τεντωνόταν προς τα πίσω τόσο, που κολλούσε την πλάτη στο κάθισμα, λες και ήταν έτοιμος να εκτοξευτεί προς τα πάνω, μαζί με τις λέξεις του. Είναι απ’ τις ελάχιστες φορές που η υπερβολή “δεν πίστευα στα μάτια μου” παύει να είναι υπερβολή. Αυτός ο τύπος, σχεδόν τριάντα χρόνια εθελούσια αποκλεισμένος σε δυο δωμάτια, ένα στην Κάτω Κηφισιά και ένα στην Πάργα, μου είχε ανοίξει παράθυρα σ’ όλο τον κόσμο. Με είχε πάει στη Γη των Βησιγότθων, στο Μεξικό, στο Κατμαντού, στο Μετς και στο Πόρτο Ρίκο, μαζί είχαμε στήσει οδοφράγματα στο Παρίσι το Μάη του ’68, είχαμε ανέβει με κάρο μαζί με την Ρόζα Λούξεμπουργκ, σαλπάραμε στο τσούρμο του Σεβάχ, από το Ταζ Μαχάλ ως το Ντεπό κι από την Πάργα στην πλατεία Χόρχε ντ’ Αλβαράδο».
Στο χωρισμένο σε 14 κεφάλαια (και με ένα επίμετρο στο τέλος) βιβλίο, ο Μίλτος Πασχαλίδης σαν εικαστικός χτίζει το ψηφιδωτό της μνήμης, σαν μουσικός απλώνει τις νότες μιας ζωής που γίνονται τραγούδι, ξετυλίγει το νήμα αληθινών περιστατικών καταφέρνοντας να αγγίξει την ψυχή του αναγνώστη. Με ευαισθησία και ανθρωπιά μιλάει για το πρόβλημα της υγείας του… «Ο Αλκης έπασχε από σπονδυλαρθρίτιδα. Μου το είπε κάποια στιγμή που θεώρησα κατάλληλη να τον ρωτήσω, αρκετά χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία μας, όταν ήμουν πλέον βέβαιος ότι η σχέση μας δεν κινδύνευε από δύσκολες ερωτήσεις. Το έθεσα ακαριαία και σχεδόν αδιάφορα, σαν να ρωτούσα τι καιρό νομίζει ότι θα κάνει αύριο. Απάντησε στον ίδιο ακριβώς τόνο. Με τρεις λέξεις-γλωσσοδέτες. “Ρευματοειδή και αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα”. “Το είχες από παιδί;” πίεσα λίγο παραπάνω τη συζήτηση. “Οχι. Η υγεία μου επιδεινώθηκε ραγδαία στη χούντα”. Μου δέθηκε η γλώσσα κόμπος. Η λέξη που άρχισε να αναβοσβήνει σαν κόκκινο φωτάκι στο μυαλό μου ήταν: βασανιστήρια. Υστερα, η μια λέξη έφερε την άλλη. Δεν το έκανα επίτηδες, οι συνειρμοί μου είναι συνήθως ακούσιοι και ακατάσχετοι. Προκρούστης, φάλαγγα, Σίνης ο Πιτυοκάμπτης, ηλεκτροσόκ. Λέξεις – κόκκινα φωτάκια, αμείλικτα».
Από τις πιο συγκινητικές στιγμές του βιβλίου η περιγραφή της σεμνής αγωνιστικής του δράσης, για την οποία ο ίδιος δεν μίλαγε ποτέ. Ο Μίλτος όμως το έψαξε. Εμαθε και το κατέγραψε δίνοντας ολοκληρωμένα πια την προσωπικότητα ενός αγωνιζόμενου ανθρώπου, που το όπλο του αγώνα του το μετέτρεψε σε ποιητικά σύμβολα αγώνα… «Ο Αλκης έπιασε δουλειά ως ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο του θείου του, αδερφού της μητέρας του, Ζήκου Ντίνου. Ο Ζήκος Ντίνος ήταν κομμουνιστής, η χούντα τον έστειλε εξορία, γύρισε το 1970 και άνοιξε το δικηγορικό του γραφείο (Πανεπιστημίου 46, Β’ όροφος), στο οποίο παράλληλα συστεγαζόταν και ένας τομέας του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Ο Αλκης συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Με την ομάδα του έκρυβαν τους κυνηγημένους σε υπόγεια, τους φρόντιζαν και τους φυγάδευαν στο εξωτερικό. Συνελήφθη το καλοκαίρι του ’72, κρατήθηκε και βασανίστηκε άγρια για πέντε μήνες, πρώτα στην Μπουμπουλίνας και ύστερα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Δε μίλησε… Κι όταν η ανάγκη γίνεται Ιστορία, τότε η ιστορία γίνεται σιωπή. Μπήκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ όρθιος και βγήκε με φορείο. Σακατεμένος. Για πολύ καιρό ήταν κατάκοιτος και τον τάιζαν με καλαμάκι. Κάποια στιγμή συνήλθε κάπως και επέστρεψε στην ενεργό δικηγορία. Εντάχθηκε στο Κόμμα, στην Οργάνωση των δικηγόρων, και παρέμεινε ενεργό μέλος για πολλά χρόνια. Από το ’74 και μετά άρχισαν τα μεγάλα προβλήματα. Η υγεία του επιδεινώθηκε ραγδαία… Το πάλεψε όσο μπορούσε. Για ένα διάστημα επέστρεψε και στη μάχιμη δικηγορία. Εφυγε απ’ το γραφείο του θείου του και άνοιξε δικό του, στη Βερανζέρου. Παρέμεινε ανοιχτό μέχρι το ’84. Μετά δεν μπορούσε άλλο. Οχι να δικηγορήσει, καλά καλά ούτε να σταθεί όρθιος για πολλή ώρα. Οι πόνοι ήταν αφόρητοι. Ηταν τότε λοιπόν που ξεκίνησε η καινούργια του εξορία, η εξορία του κλειστού δωματίου, όπως σπαραχτικά την περιγράφει στο “Σαράκι του Ρεμπώ”:
[…] τέσσερις τοίχοι η καινούργια μου εξορία. Δε φταις εσύ, δε λέει συγγνώμη ο κεραυνός».
Στο cd που συνοδεύει το βιβλίο υπάρχουν τρία ανέκδοτα τραγούδια του Αλκη Αλκαίου σε μουσική του Μίλτου Πασχαλίδη, αλλά και ανέκδοτα σχεδιάσματα από παλαιότερες συνεργασίες τους, όπως το πρώτο σχεδίασμα του τραγουδιού «Το σαράκι του Ρεμπώ». Για το ανολοκλήρωτο «Ηπειρώτικο» του Αλκη Αλκαίου, γράφει ο Μίλτος Πασχαλίδης: «Αυτό το κομμάτι υπήρχε καταγεγραμμένο μόνο στο μυαλό μου. Δεν έχω το χειρόγραφο – τι έκπληξη! – και δεν είχα κάνει καμία πρόχειρη καταγραφή ούτε των στίχων ούτε της μουσικής. Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, από ένα τετράστιχο, δεν μπορούσα να θυμηθώ τον τελευταίο στίχο. Ακόμα δεν τον θυμάμαι. Ρώτησα την Ελένη και τον Γρηγόρη αν το βρήκαν στις σημειώσεις ή στα χειρόγραφά του, τίποτα. Αφηρημένος, είπα να πάρω τον Αλκη τηλέφωνο να μου τον ξαναπεί. Και τότε συνειδητοποίησα δύο πράγματα. Πρώτον: Για το υποσυνείδητό μου ο Αλκης είναι ακόμα εδώ. Δεύτερον: Το αμετάκλητο γεγονός ότι ο Αλκης δεν είναι πια εδώ. Και πένθησα αληθινά, ετεροχρονισμένα, σχεδόν ένα χρόνο μετά. Το στίχο που έλειπε τον συμπληρώσαμε με τον Οδυσσέα. Ελπίζω να μη φάμε καμία κατσάδα άνωθεν».
«Σ’ ένα γεφύρι πέτρινο θα χτίσω την καρδιά μου, όταν περνάς τον ποταμό ν’ ακούς τον αναστεναγμό και τα παράπονά μου. Το δέντρο κρύβει το πουλί, τ’ αγρίμι τ’ άγρια δάση και συ αγρίμι και πουλί ό,τι γυρεύεις στη ζωή το έχεις προσπεράσει. Σ’ ένα λευκό πουκάμισο θα ράψω τα φτερά μου, όταν διψάς για ουρανό να το φοράς και να πετώ μέσα στα όνειρά μου».