Connect with us

ΤΕΧΝΕΣ

Νίκος Καββαδίας: «Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται..»

Published

on

kavadias 234545

 

⭐️Κάντε κλικ στο https://temu.to/m/uuhmsko267w για να λάβετε ένα πακέτο κουπονιών 💰‎100€ ή κάντε ⭐️ Αναζήτηση app64230 στην εφαρμογή Temu για να λάβετε έκπτωση 💰30% !!

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή πόλη της Ματζουρίας, από γονείς Κεφαλονίτες. Όταν ήταν πολύ μικρός η οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα, για μερικά χρόνια έζησαν στην Κεφαλονιά και μετά στον Πειραιά. Το 1929 ο Καββαδίας πήγε υπάλληλος σε ναυτικό γραφείο και λίγο αργότερα μπάρκαρε ναύτης σε φορτηγό. Τον «Άγιο Νικόλαο».

 

Ταξίδεψε για μερικά χρόνια, θέλοντας να γίνει καπετάνιος, μα έχοντας χάσει καιρό με τις περιπλανήσεις του, αποφάσισε να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Με μια διακοπή για να πολεμήσει στην Αλβανία, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από το 1944 και μετά ταξίδεψε αδιάκοπα σε όλο τον κόσμο, μέχρι τον Νοέμβρη του 1974. Τρεις μήνες αργότερα, θα φύγει από εγκεφαλικό επεισόδιο στο νοσοκομείο, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975.

 

Νίκος Καββαδίας: ”Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται..”

 

Ο Νίκος Καββαδίας ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα, κι η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με την μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά τον θάνατό του….

 

Ας τον γνωρίσουμε μέσα από το έργο του..

 

«Θυμάμαι την πρώτη μου αναχώρηση μ’ ένα μεγάλο ποστάλε. Τη στιγμή εκείνη που πραγματοποιούσα το λαμπρότερον όνειρό μου, ήμουνα γιομάτος αμφιβολία και φόβο. Θυμάμαι την κωμικοτραγικήν αρρώστια της θάλασσας, που για καιρό με βασάνιζε. Έπειτα τις αφίξεις στα χαρούμενα λιμάνια της Μεσογείου. Η Μαρσίλλια, η Νεάπολις, η Μπαρτσελόνα, οι βαμμένες γυναίκες των μπαρ, οι συχνές αναχωρήσεις, οι γυναίκες που ταξιδεύουνε, οι αποχαιρετισμοί, τα δάκρυα, οι σβησμένοι λυγμοί και τα μαντίλια, που ανεμίζονταν μ’ είχαν τόσο μαγέψει, ώστε να σβηστεί κάθε αμφιβολία και φόβος που είχε γεννηθεί μέσα μου.

 

Νίκος Καββαδίας: ”Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται..”

 

Ύστερα στα μαύρα, σαν πένθιμα, φορτηγά. Δεν υπάρχει θλιβερότερη αναχώρηση, και η ζωή μέσα σ’ αυτά είναι πένθιμη. Η σιγή που βασιλεύει είναι βασανιστική.

 

Εδώ μέσα στα φορτηγά δεν μιλούν ποτέ δυνατά. Οι πλώρες είναι πάντα σκοτεινές, γεμάτες βαριά μυρωδιά, και μοιάζουν σαν μεγάλα κελιά φυλακών.

 

(Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, Αθησαύριστα Πεζογραφήματα και Ποιήματα)»
Νίκος Καββαδίας: ”Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται..”

 

Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.

 

Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι’ αυτούς σαν μια γλυκιά γυναικεία συντροφιά.

 

Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακή αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να τη φυλάξουν απ’ το μαύρο θάνατο μ’ αυτό.

 

Γιατί είναι τ’ άγρια τα μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σε ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.

 

Λίγο πριν από το θάνατον από τους ναύτες ένας,
αυτός όπου είδε πράματα στη ζήση του φριχτά
χαϊδεύοντας την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.

 

Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτοι μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουνε θερμή γυναίκα αγαπητή.

 

(Οι γάτες των φορτηγών, Μαραμπού)

 

Ένα ιστιοφόρο… Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι θα πει ιστιοφόρο.. Οι στεριανοί όταν τα βλέπουνε να ταξιδεύουν με πρίμον αγέρα ή να μπαίνουν κατάλευκα και γεμάτα υπερηφάνεια στα λιμάνια τα ζηλεύουν… Έκαμα μέσα σε κάποιο ένα ταξίδι που βάστηξε οκτώ ολόκληρους μήνες…

 

Φύγαμ’ ένα πρωί από την Νέα Υόρκη φορτωμένοι άδεια σακιά κατευθείαν για το Σίδνεϊ. Είμαστε πλήρωμα κάπου ενενήντα. Στα ιστιοφόρα μπορεί κανείς να βλέπει το χρόνο που φεύγει ιδίως ποτέ να κοιτάζει ρολόι. Αυτό είν’ ένα πράγμα βασανιστικό και φρικτό…

 

Κάποτε που δεν είχε αγέρα καθίσαμε είκοσι ολόκληρες μέρες στο ίδιο μέρος… Είκοσι ολόκληρες μέρες στη μέση της θάλασσας… Τότε τρώγαμε λίγο και πίναμε ακόμη λιγότερο από φόβο μήπως σωθούνε τα τρόφιμα και το νερό… Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Ψαρεύαμε. Ανεβαίναμε στα ξάρτια. .. Όταν εφύσηξε ο αγέρας αλαλάξαμε σαν ανθρωποφάγοι κι ύστερα από έναν μήνα παρακαλούσαμε να καλμάρει…

 

(Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, Αθησαύριστα Πεζογραφήματα και Ποιήματα)

 

Στο ημερολόγιο γράψαμε : «Κυκλών και καταιγίς».
Εστείλαμε το S.O.S.μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριο Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.

 

Μα δε λυπάμαι μια σταλιάν – Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

 

Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.

 

Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

 

Συχώρεσέ με… Κάποτες οπού ‘χα πιεί πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μιαν μικρήν Αράπισσα, που εχόρευσε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.

 

Συχώρεσέ με…Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ’ την κάλισα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ’ την αισχρήν δουλειά της.

 

Κι ακόμα, Κύριε…ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική…)
κοιμήθηκα μ’ ένα μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.

 

Κύριε…ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει…
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια έχω χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τα φορέσει…

 

(Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου, Μαραμπού)

 

Αλήθεια πόσους παράξενους ανθρώπους έχω γνωρίσει. Σε κάποιο Ολλανδέζικο φορτηγό είδα τον πιο παράξενο άνθρωπο. Ήταν ένας Γιαπωνέζος θερμαστής. Όταν δεν είχε βάρδια, ξαπλωνόταν γδυμένος από τη μέση κι απάνω και διάβαζε ξαπλωμένος τα μπρούμυτα ένα παράξενο βιβλίο γιομάτο σχήματα. Η πλάτη του ήταν στιγματισμένη σαν ένα μαντίλι γιαπωνέζικο. Γιομάτη πουλιά και δέντρα. Γύρω του μαζεύονταν δυο ναύτες και παίζαν στη ράχη του με μια τράπουλα μαυρισμένη. Αυτός δε μιλούσε καθόλου και μόνον όταν το παιχνίδι άναβε και χτυπούσαν τα τραπουλόχαρτα στη ράχη του αυτός με μια κίνηση των ώμων του τ’ ανακάτωνε και οι δυό τους, χωρίς να πουν τίποτα, ξανάρχιζαν ήρεμοι πια το παιχνίδι.

 

(Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, Αθησαύριστα Πεζογραφήματα και Ποιήματα)

 

Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.

 

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
– Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή–
Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κ’ οι δυο Μαρμαρινοί.

 

Νερό καλάρει το fore peak, νερό και τα πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί:

 

Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.

 

Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που ‘κλαιγε πνιχτά μες στο ρικσά.

 

Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου ‘πες «σ’ αγαπώ».
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Depot.

 

(Θεσσαλονίκη, Πούσι)

 

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ’ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

 

Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

 

Οι Κούληδες με την βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

 

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

 

Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ημών…»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.

 

(Οι προσευχές των ναυτικών, Μαραμπού)
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

 

Για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ, τ’ Αλγέρι, και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

 

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ·
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ‘χω πια ξεχάσει,
κι η μάννα μου, χαρούμενη, θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
«΄Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει…»

 

Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει.

 

Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα ‘χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

 

(Mal du Depart, Μαραμπού)

 

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

 

Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου `πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

 

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες’ το μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;»

 

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που `χα με κούραση γυμνάσει.

 

Η λαμαρίνα! …η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

 

(Kuro Siwo, Πούσι)

 

Αγνάντευε απ’ το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυό γυμνές γυναίκες στη στεριά.

 

Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

 

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ’ αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες
– μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες –
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ’ την Κίνα.

 

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

 

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

 

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα ή ντροπή.

 

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ’ όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το’ χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

 

(Σπουδή Θαλάσσης, Τραβέρσο)

Η εφημεριδα της Παργας

November 2024
MTWTFSS
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930 

ΠΑΡΓΑ LIVE WEB CAM

ΜΟΥΣΙΚΗ1 week ago

Πως σχολίασαν οι χρήστες του Twitter την εμφάνιση του Ευάγγελου Ζούλα

ΠΑΡΓΑ2 weeks ago

Στα ίχνη της μυθολογίας: Πεζοπορία στο Βάραθρο της Στύγας και το Σπήλαιο του Αγίου Αρσενίου

ΠΑΡΓΑ3 weeks ago

ΔΕΔΔΗΕ: Άνοιξε η πλατφόρμα για αιτήσεις στην Πάργα – Έως τις 25 Οκτωβρίου

ΠΑΡΓΑ3 weeks ago

Η Αστυνομία “σφίγγει” τον κλοιό στην Πάργα: Νέα σύλληψη για την υπόθεση της κλοπής

ΑΝΘΟΥΣΑ4 weeks ago

Παραδοσιακοί χοροί στην Ανθούσα: Έναρξη μαθημάτων την Τρίτη 15/10

Δημος Παργας4 weeks ago

“Βήμα στο αύριο”: Υποστήριξη στους συμβασιούχους, απόρριψη προτάσεων από τη Δημοτική Αρχή

Πρεβεζα4 weeks ago

Διάρρηξη σε διαμέρισμα στην Πρέβεζα: Αλλοδαπός αφαίρεσε 1.200 ευρώ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ1 month ago

Τα αποτελέσματα 9ος Άγγελος Φέτσης (Parga Race 2024)

ΠΑΡΓΑ1 month ago

Πάργα: Ο φίλος 53χρονου επιχειρηματία ήταν πίσω από τη ληστεία-«μαμούθ» των 650.000 ευρώ

ΠΑΡΓΑ1 month ago

Πως έγινε η κλοπή αστρονομικού ποσού 650.000€ στην Πάργα

ΠΑΡΓΑ1 year ago

Πάργα: «Με κάλεσε κλαίγοντας η μητέρα του» – Νέες αποκαλύψεις για τον ξυλοδαρμό 20χρονου επειδή ζήτησε τα δεδουλευμένα του

ΠΑΡΓΑ1 year ago

Πάργα: «Κανείς δεν χτύπησε το παιδί» λέει ο εργοδότης για καταγγελία ξυλοδαρμού εργαζόμενου με τσουγκράνα

valtos beach with and umbrellas
ΠΑΡΓΑ1 year ago

Με τσουγκράνα χτύπησαν εργαζόμενο σε beach bar στην Πάργα !

ΠΑΡΓΑ1 year ago

Μητσοτάκης από την Πάργα: Έρχεται κύμα μεγάλων επενδύσεων

ΠΑΡΓΑ2 years ago

Θανατηφόρο τροχαίο στην Πάργα με θύμα 71χρονο

ΠΑΡΓΑ1 year ago

Έλσα Υφαντή : «Πολλοί εργοδότες νομίζουν πλέον πως τους ανήκει κάθε κόκκος άμμου αλλά και ο αέρας που αναπνέουμε»

ΠΑΡΓΑ1 year ago

Αντιπρ. Συλλόγου Εστίασης Πάργας: Ευελπιστούμε οι επαγγελματίες να χαμογελάσουμε στο τέλος του καλοκαιριού (βίντεο)

ΠΑΡΓΑ1 year ago

Πάργα: «Βιώνει μετατραυματικό σοκ» Τι λέει η μητέρα του 20χρονου εργαζομένου που ξυλοκοπήθηκε

ΠΑΡΓΑ1 year ago

Πάργα: Σκάφος χτύπησε 13χρονη που έκανε SUP

ΠΑΡΓΑ1 year ago

Ενημερωτικό video για την ευαισθητοποίηση των δημοτών

ΜΟΥΣΙΚΗ1 week ago

Πως σχολίασαν οι χρήστες του Twitter την εμφάνιση του Ευάγγελου Ζούλα

Ο Ευάγγελος Ζούλας είναι 50 χρονών και πήρε μέρος στις blind audition του The Voice Κατάγεται από την Πάργα και...

ΠΑΡΓΑ3 weeks ago

Η Αστυνομία “σφίγγει” τον κλοιό στην Πάργα: Νέα σύλληψη για την υπόθεση της κλοπής

Ακόμα μία σύλληψη από το Τμήμα Ασφάλειας Πρέβεζας για υπόθεση κλοπής μεγάλου χρηματικού ποσού σε περιοχή της Πρέβεζας Στο πλαίσιο των ερευνών...

ΠΑΡΓΑ1 month ago

Πάργα: Ο φίλος 53χρονου επιχειρηματία ήταν πίσω από τη ληστεία-«μαμούθ» των 650.000 ευρώ

Με τη βοήθεια τριών ακόμη ατόμων μπήκαν στη μονοκατοικία του 53χρονου εστιάτορα, απενεργοποίησαν τον συναγερμό και τις κάμερες, και αφαίρεσαν...

ΠΑΡΓΑ1 month ago

Πως έγινε η κλοπή αστρονομικού ποσού 650.000€ στην Πάργα

Η υπόθεση της μεγάλης κλοπής που σημειώθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στην Πάργα αποτέλεσε ένα από τα πιο οργανωμένα και περίτεχνα χτυπήματα που έχουν καταγραφεί...

ΠΑΡΓΑ1 month ago

Εξιχνιάστηκε πολύμηνη υπόθεση κλοπής στην Πάργα – Δύο ημεδαποί κατηγορούνται για διακεκριμένη κλοπή.

Εξιχνιάστηκε από το Τμήμα Ασφάλειας Πρέβεζας κλοπή μεγάλου χρηματικού ποσού από κατοικία σε περιοχή της Πρέβεζας Συνελήφθησαν για την υπόθεση...

ΠΑΡΓΑ1 month ago

Πάργα: Συνεχίζεται το καλοκαίρι- Στο 80% η πληρότητα τον Οκτώβριο

Στην Πάργα, ντόπιοι και επισκέπτες, ανάμεσά τους Έλληνες και ξένοι, συνεχίζουν τις βουτιές στη θάλασσα, την ώρα που στα ορεινά χωριά...

ΔΗΜΟΦΙΛΗ