Το 1888, ο Βαν Γκογκ μετακόμισε στην πόλη Αρλ της Νότιας Γαλλίας. Του άρεσε το φως της περιοχής και αφιερώθηκε στη ζωγραφική.
Τον Φεβρουάριο του 1890, μετά και από την απογοήτευση που είχε από το φευγιό του πολύ στενού του φίλου, επίσης ζωγράφου, Πολ Γκογκέν, ο οποίος τον είχε επισκεφθεί – εκείνη η περίοδος υπήρξε από τις ευτυχέστερες της ταλαιπωρημένης ζωής του Βαν Γκογκ – αλλά τον είχε εγκαταλείψει γιατί δεν άντεξε τις παραξενιές του, ο Βαν Γκογκ βρίσκονταν στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στο Σαιν Ρεμύ της Αρλ.
Τότε έλαβε ένα γράμμα από το Παρίσι και τον αδελφό του Τεό. Τα δυο αδέλφια ήταν πολύ δεμένα και ο Τεό στήριζε και συντηρούσε τον αδελφό του.
Στο γράμμα αυτό με ημερομηνία Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 1890, ο Τεό του έγραφε ότι είχε αποκτήσει τον πρώτο του παιδί, ένα γιό και του είχε δώσει το όνομά του – Βίνσεντ.
Την χαρά και αισιοδοξία που του χάρισε η είδηση, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ την εξέφρασε ζωγραφίζοντας μια ανθισμένη αμυγδαλιά, με φόντο τον καταγάλανο ουρανό μέσα στο φως της Αρλ που τόσο πολύ αγαπούσε και δώρισε το έργο στο ζευγάρι – τον Τεό και την Τζο – για να τον κρεμάσουν πάνω από το κρεβατάκι του μωρού τους.
Ο Τεό έγραψε σε επόμενο γράμμα στον αδελφό του, ότι το μωρό κοιτούσε τον πίνακα και έδειχνε γοητευμένο.
Το έργο είναι πιθανότατα εμπνευσμένο από τις ιαπωνικές στάμπες. Είχε ήδη έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη, από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της, όταν παρακολουθούσε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης, σε δεύτερο πλάνο, κάποια στοιχεία της ιαπωνικής τέχνης.
Ο Βαν Γκογκ επηρεασμένος θετικά από τον ερχομό του νεογέννητου και της άνοιξης που έκανε την εμφάνισή της μέσα στα μικρά νιόβγαλτα λουλουδάκια της αμυγδαλιάς, θέλησε να ζωγραφίσει και άλλα έργα με το ίδιο θέμα και να κάνει μια ολόκληρη σειρά – εξάλλου τα ανθισμένα δέντρα ήταν αγαπημένο του θέμα από την πρώτη στιγμή που εγκαταστάθηκε στην Αρλ – όμως δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του καθώς η ψυχική του υγεία κλονίστηκε με μια ακόμα κρίση, την οποία όταν ξεπέρασε είχε πια τελειώσει η ανθοφορία στις αμυγδαλιές. Στην συνέχεια ζωγραφίζει αρκετές παραλλαγές με κλαδιά αμυγδαλιάς, άλλωστε τα ανθισμένα δέντρα αντιπροσώπευαν για τον Βαν Γκογκ την αφύπνιση και την ελπίδα.
Παιδί της Άνοιξης και ο ίδιος–γεννήθηκε τέλη Μάρτη–έχει απεικονίσει σε πολλά από τα έργα του την ανθισμένη ύπαιθρο. Ο ίδιος ήταν ένας ζωγράφος με ευμετάβλητο ψυχισμό και πολλές κρίσεις κατάθλιψης. Επηρεασμένος από το κίνημα το ιμπρεσιονισμού, αν και ο ίδιος θεωρείται μετα-ιμπρεσιονιστής, χρησιμοποιεί το χρώμα με τέτοιο τρόπο που σε πολλά από τα έργα του το αποτέλεσμα είναι εκτυφλωτικό.
Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.
Από το ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στο Σαιν Ρεμύ, έφυγε τον Μάιο εκείνης της χρονιάς και πριν τελειώσει το καλοκαίρι, ο ίδιος έκλεισε τον κύκλο της ζωής του, αυτοκτονώντας στα 37 του χρόνια.
Είχε προλάβει να ζωγραφίσει μόνο 10 χρόνια κι όμως στο σύντομο πέρασμά του από τη γη, κατόρθωσε να συνταράξει τον κόσμο της Τέχνης κι ας είχε μπορέσει να πουλήσει μόνο ένα έργο.
Σήμερα, οι πίνακες του – όταν πωλούνται – φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη τιμών.
«Η επιτυχία είναι μερικές φορές το αποτέλεσμα μιας ολόκληρης σειράς αποτυχιών», έχει γράψει ο Βίνσεντ βαν Γκογκ.
Το έργο του «Blossoming Almond Tree» (Ανθισμένη Αμυγδαλιά), που ζωγράφισε για να το χαρίσει στον νεογέννητο ανιψιό του τον Φεβρουάριο του 1890 – κι ας μην τον είδε ποτέ – βρίσκεται στο Μουσείο Vincent van Gogh στο Άμστερνταμ.
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο καλλιτεχνικό από το να αγαπάς κάποιον» έγραψε επίσης, ο αντισυμβατικός, ευαίσθητος και παθιασμένος καλλιτέχνης.