Το 39,9% του ελληνικού πληθυσμού εστερείτο πέρυσι βασικών υλικών αγαθών και υπηρεσιών όπως φαγητό και θέρμανση, με το ποσοστό να εκτοξεύεται στο 44,5% του πληθυσμού έως 17 ετών. Μάλιστα, σχεδόν ένα στα έξι νοικοκυριά (17,7%) διαμένει σε σπίτια ακατάλληλα. Συνολικά, 4.512.000 Έλληνες αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας, με τα παιδιά να απειλούνται περισσότερο. Ενδεικτικό είναι ότι 230.774 παιδιά ζουν σε νοικοκυριά χωρίς εργαζόμενο.
Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται στην έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για τις Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα το 2015. Στην έκθεση περιέχονται στοιχεία που αφορούν σε εργασία, υγεία, εκπαίδευση, τεχνολογία, που επηρεάζουν τις συνθήκες διαβίωσης, καθώς και στοιχεία για την ποιότητα ζωής, όπως φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός.
Ειδικότερα, το 35,7% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό και 3.828.500 άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή στερούνταν το 2015 υλικά αγαθά. Παράλληλα, ποσοστό 18,7% του πληθυσμού ή 1.111.300 άτομα, διαβιούν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.
Δυσμενή είναι τα στοιχεία των «ατόμων με υλικές στερήσεις», δηλαδή του πληθυσμού της χώρας που δεν μπορεί να ανταποκριθεί οικονομικά ή στερείται, λόγω οικονομικής αδυναμίας, τουλάχιστον 3 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών:
* Πληρωμή πάγιων λογαριασμών.
* Διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλα, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας.
* Ικανοποιητική θέρμανση
* Τηλέφωνο
* Έγχρωμη τηλεόραση
* Πλυντήριο ρούχων
* Ι.Χ. επιβατηγό αυτοκίνητο
* Διακοπές για μία εβδομάδα.
Κατά το 2015, ποσοστό 39,9% του πληθυσμού στερείτο βασικών υλικών αγαθών και υπηρεσιών, με το ποσοστό να ανέρχεται στο 44,5 του πληθυσμού έως 17 ετών, στο 41,5% στις ηλικίες 18-64 ετών και 34,9% στις ηλικίες άνω των 65 ετών. Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι κίνδυνο φτώχειας αντιμετωπίζουν 4.512.000 Έλληνες, με τα παιδιά να απειλούνται περισσότερο.
Ποσοστό 21,5% των ανδρών και 21,2% των γυναικών ζούσε πέρυσι σε νοικοκυριά με συνολικό διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού της φτώχειας, δηλαδή του 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος.