Ο Άλκης Αλκαίος, έμενε στην ανηφόρα του σπιτιού μου! Δίπλα σε έναν φούρνο που μοσχοβόλαγε το αλεύρι στην Κάτω Κηφισιά, αντάμωνε με τον αδερφό του, τον μπαμπά μου. Ο Γρηγόρης και ο Βαγγέλη Λιάρος, γιοί του κυρίου Θανάση. Η μητέρα τους, “έφυγε” όταν εκείνοι ήταν ακόμη μικρά παιδιά. Δεν πρόλαβε να δει το ταλέντο του Βαγγέλη να ακτινοβολεί, το κουράγιο του να αγαπούν και να στηρίζουν αδιάκοπα, ο Γρηγόρης και ο πατέρα τους.
Έξι μήνες τον αναζητούσαν φίλοι και συγγενείς, στα χρόνια της δικτατορίας, τον Βαγγέλη. Φυλακίστηκε για τη συμμετοχή του στην απόπειρα δραπέτευσης του Αλέκου Παναγούλη, που προσπάθησε να δολοφονήσει το ανθρωπόμορφο τέρας Παπαδόπουλο. Όταν τον ανακάλυψαν στα μπουντρούμια της ΕΑΤ-ΕΣΑ, οι βασανιστές του, του είχαν κληροδοτήσει σοβαρά νευρολογικά και κινητικά προβλήματα.
“Ερχόταν και μας έβλεπε να παίζουμε μπάλα στις αλάνες. Εμείς θέλαμε να πάμε σπίτι όμως, να μας διαβάσει όσα έγραφε και ας μην τα καταλαβαίναμε όλα”
Δεν μίλαγε ποτέ για τα βασανιστήρια του, μου λέει ο πατέρας μου. Η ευγένεια της ψυχής του, δεν μούσκεψε το μίσος του υγρού κελιού του. Σαν να μην τα έζησε και ας του τα θύμιζε κάθε τόσο, το σύρσιμο στο πόδι του. Μα πώς να μην τα έζησε; Πως γίνεται να ξεχάσει, ότι εξαιτίας του μαστιγώματος του κορμιού του, πέρασε την υπόλοιπη ζωή του, σε ένα δωμάτιο; Πως γίνεται επίσης το δωμάτιο αυτό, να ταξίδευε τον κόσμο όλο;
“Ηταν λεβέντης. Δεν σε άφηνε καν να αντιληφθείς το πρόβλημά του, ούτε του άρεσε να συζητά για όσα είχε ζήσει στο παρελθόν”.
Μίλτος Πασχαλίδης
Ο κύριος Θανάσης, φύλακας άγγελος της ψυχής και του κορμιού του, τον θυμάμαι να περνά κάτω από το μπαλκόνι και να μας χαιρετά καθώς επέστρεφε σπίτι. Έπρεπε πάντα να βιαστεί, στο σαλόνι του γεννιόταν κάθε στιγμή ο πολιτισμός, η ποίηση, το όνειρο.
Ο “Ριζοσπάστης”, εξέδωσε το ποίημα που τον έφερε κοντά στον Θάνο Μικρούτσικο και γίνηκε το θαύμα. Ανέβηκαν στη ρόδα του μαγεμένου “Λούνα Παρκ”, να φωνάξουν “για μια Ντολόρες” πάνω σε μια “Πιρόγα” με ένα “Τσιγάρο σέρτικο”.
Κάπως έτσι γνώρισα τον Άλκη Αλκαίο σας, τον Βαγγέλη Λιάρο μας. Παιδί ακόμα, είχαμε πάει να τον βρούμε, στην Πάργα. Εκεί, υποψιάστηκα ότι την αγάπη την λέγαν Αντιγόνη και ότι ίσως ήταν αληθινή. Ο μπαμπάς μου, εκμηστηρεύτηκε ότι ήταν από τους πρώτους που άκουσε αυτό το τραγούδι σε μια κασέτα, μόνο με το πιάνο του Μικρούτσικου. Δεν το πίστεψε καθόλου…
“Πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά ρε Βαγγέλη δηλαδή;”
Ο Θάνος Μικρούτσικος θα πει για τον καρδιακό του φίλο:
“Ο Άλκης Αλκαίος είχε έναν μαγικό τρόπο με τα τραγούδια του, όπως η Ρόζα, να διαλύει την πάλη των τάξεων. Σκέψου. Είναι ένα τραγούδι που το χορεύουν ασφαλίτες, μπάτσοι και αναρχικοί στα Εξάρχεια”.
Θα μπορούσα να γράφω σελίδες ολόκληρες, για τους ανθρώπους που τον τίμησαν και τους τίμησε. Για την Χαρούλα, την Δημητριάδη, τον Βασίλη και τον Μίλτο. Θα γκρίνιαζαν όμως ο Μανώλης, ο Δημήτρης και ο Σωκράτης. Θα έσκασε ο Γιώργος με το “Ιπτάμενο Χαλί” και θα τα σάρωνε όλα.
Ένας ποιητής που παρίστανε τον στιχουργό, ένα “Αγύριστο κεφάλι” με σεβασμό απέναντι στην Τέχνη του και τη ζωή μας. Σαν σήμερα γεννήθηκε, κάνοντας μας τη χάρη να υπάρξει στους αιώνες, μέσα από τους ύμνους του.
Σήμερα, μπορεί να τριγυρνάει γελαστός και γελασμένος στο “Πόρτο Ρίκο”. Μπορεί να τον συναντήσουμε στη “Βικτώρια” ή στην “Πατησίων και Παραμυθιού γωνία”. ‘Oπως και να έχει, αν μας ακούει από εκεί ψηλά, αν η ψυχή του τριγυρνά στην Πάργα, να γράφει να τηλεφωνει και ας μη μένει εδώ κανείς…
“Προσπαθεί ν’ αγγίξει τον έρωτα, να κάνει τη στιγμή να διαρκέσει αιώνια. Ξέρει ότι θα ηττηθεί. Η νίκη στον έρωτα είναι η ήττα μας. Νομοτελειακά χάνουμε τον εαυτό μας” Θάνος Μικρούτσικος