ΕΡΕΥΝΕΣ
Πόσο αυτάρκης σε τρόφιμα είναι η Ελλάδα;

Η Ελλάδα δείχνει να αντέχει φαινομενικά σε αυτή τη νέα κρίση που έρχεται να προστεθεί στην ενεργειακή, ωστόσο τα νούμερα τη διαψεύδουν. Η χώρα μας κάνει εισαγωγή αγελαδινού γάλατος κυρίως από Ευρώπη κατά 60% για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων (π.χ. γιαούρτι), εισάγει πάνω από το 80% το κόκκινου κρέατος (βοδινού), το 80% του μαλακού σίτου (κυρίως από Ρωσία και Ουκρανία), το 100% της ζάχαρης από Σερβία, το 50% του καλαμποκιού, το 50% των χοιρινών, το 95% των λιπασμάτων (κυρίως από Ουκρανία), το 70% των οσπρίων (από Καναδά μέχρι Μεξικό). Επίσης κάνουμε εισαγωγή ζωοτροφών (κυρίως σόγια μεταλλαγμένη σε ποσοστό 100%!) αλλά και κριθάρι κτηνοτροφικό και κτηνοτροφικό καλαμπόκι.
Η Ελλάδα ως γνωστόν από την άλλη, είναι πλεονασματική σε παραγωγή σκληρού σίτου και ένα ποσοστό πάνω από το 50% των παραγόμενων σιτηρών της εξάγεται στην Ιταλία και σε χώρες της Βόρειας Αφρικής αλλά και Αραβικές χώρες. Είναι επίσης πλεονασματική σε φρούτα και λαχανικά, αλλά και σε ξηρούς καρπούς, σε τυρί φέτα, λάδι και ελιές (όλα αυτά είναι εξαγώγιμα). Το μεγάλο πρόβλημα πάντως για τη χώρα είναι το μαλακό σιτάρι και το ηλιέλαιο, που προέρχονται από Ρωσία και Ουκρανία, καθώς τα υπόλοιπα τα προμηθεύεται από χώρες κυρίως της Ε.Ε (με εξαίρεση τη ζάχαρη).
Και όμως κάποτε η Ελλάδα, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν αυτάρκης σε μαλακό σιτάρι, το οποίο καλλιεργούνταν μαζί με το σκληρό σε μεγάλες εκτάσεις και στη Θεσσαλία (πάνω από 1 εκατομμύριο στρέμματα), ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε κυρίως στη Δυτική Μακεδονία και σε επικλινείς εκτάσεις ημιορεινών περιοχών της χώρας, (της Θεσσαλίας συμπεριλαμβανομένης). Ο λόγος ήταν η σημαντική επιδότηση που δόθηκε στο σκληρό σιτάρι, προκειμένου να διασφαλιστεί πρώτη ύλη για τις βιομηχανίες ζυμαρικών της Ευρώπης …
Πηγή – thessaliatv.gr